σπουδαιοφανής

σπουδαιοφανής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που φαίνεται σπουδαίος, αλλά δεν είναι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπουδαιοφανής — ές, Ν αυτός που φαίνεται σπουδαίος χωρίς πράγματι να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσχημος — η, ο (ΑM μεγαλόσχημος, ον) 1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης 2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σπουδαιοφάνεια — η, Ν [σπουδαιοφανής] το να φαίνεται κάτι σπουδαίο χωρίς να είναι στην πραγματικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”